- υπεραστικός
- -ή, -ό, Ν [αστικός]1. αυτός που γίνεται ή εκτείνεται πέρα από την πόλη (α. «υπεραστικές συγκοινωνίες» β. «υπεραστικό τηλεφώνημα»)2. το ουδ. ως ουσ. το υπεραστικόλεωφορείο που εκτελεί δρομολόγια έξω από το αστικό δίκτυο.
Dictionary of Greek. 2013.